-
1 πολύπαταξ
A full of tumult, found in acc., πολυπάταγα θυμέλαν Pratin.Lyr.1.2; dat.- πάταγι Choerob.in Theod.1.377
H., prob. in EM280.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπαταξ
См. также в других словарях:
πολυπάταξ — άγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αντηχεί από τον θόρυβο, από ποδοκροτήματα χορευτών, από χειροκροτήματα θεατών («πολυπάταγα θυμέλαν», Πρατίν. Λυρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + παταξ, αγος (< πάταγος)] … Dictionary of Greek